παιδολέτωρ

παιδολέτωρ
παιδολέτηρ
masc nom sg
παιδολέτωρ
child-murdering
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παιδολέτωρ — παιδολέτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ο φονιάς τών παιδιών του, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + ολέτωρ (< ὄλλυμι «φονεύω»), πρβλ. πατρ ολέτωρ] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”